- ευγηθής
- εὐγηθής, -ές και δωρ. τ. εὐγαθής, -ές (Α)γεμάτος χαρά, εύθυμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γηθής (< γήθος), πρβλ. πολυ-γηθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαφνογηθής — δαφνογηθής, ές (Α) (για τον Απόλλωνα) αυτός που ευχαριστιέται με τη δάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + γηθής < γήθος «χαρά, ευχαρίστηση» (πρβλ. πολυγηθής, ευγηθής)] … Dictionary of Greek
ευγήθητος — εὐγήθητος, ον και δωρ. τ. εὐγάθητος, ον (Α) ο ευγηθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γηθέω «χαίρομαι»] … Dictionary of Greek
ευγαθής — εὐγαθής, ές (Α) βλ. ευγηθής … Dictionary of Greek